Αποτελέσματα Αναζήτησης
reasonable adj. (satisfactory, fair) (συνήθως ποιότητα) ικανοποιητικός, καλός επίθ. (συνήθως ποσότητα) λογικός επίθ. Tim hands in reasonable work, but he could do better. A hundred pounds seems a reasonable amount to pay for the work Polly has done. Ο Τιμ κάνει ...
reasonable adj. (based on common sense) λογικός, εύλογος επίθ. It was a reasonable assumption, based on the evidence. Ήταν μια λογική (or: εύλογη) υπόθεση, βασισμένη στα στοιχεία. reasonable adj. (having common sense) λογικός επίθ.
The meaning of reasonable in greek is λογικός. What is reasonable in greek? See pronunciation, translation, synonyms, examples, definitions of reasonable in greek
More Greek words for reasonable. λογικός adjective. logikós logical, rational, sensible, presumable. λογικό noun. logikó reasonable, sense, reason, sanity. εύλογος adjective.
Translation for 'reasonable' in the free English-Greek dictionary and many other Greek translations.
Βρείτε όλες τις μεταφράσεις του reasonable στο Ελληνικά όπως αιτιολογημένος, δίκαιος, δικαιολογημένος και πολλές άλλες.
λογικός, τίμιος, εύλογος are the top translations of "reasonable" into Greek. Sample translated sentence: I like it when you use your calm, reasonable, dad voice. ↔ Μου αρέσει όταν χρησιμοποιείς την ήρεμη, λογική πατρική σου φωνή. Just; fair; agreeable to reason.