Yahoo Αναζήτηση Διαδυκτίου

Αποτελέσματα Αναζήτησης

  1. accent n. (spoken: emphasis on a syllable) τόνος ουσ αρσ. French female names often have an accent on the second syllable. Τα γαλλικά γυναικεία ονόματα συχνά έχουν τόνο στη δεύτερη συλλαβή. accent n. (emphasis) έμφαση ουσ θηλ. The accent of this workshop is on ...

  2. Βρείτε όλες τις μεταφράσεις του accent στο Ελληνικά όπως προφορά, τόνος, σημείο τονισμού και πολλές άλλες.

  3. accent noun [C] (EMPHASIS) language, music specialized. a special emphasis given to a particular syllable in a word, word in a sentence, or note in a set of musical notes: The accent falls on the final syllable. the accent is on something. great importance is given to a particular thing or quality:

  4. Μετάφραση του "accent" σε Ελληνικά. Οι τόνος, προφορά, τονίζω είναι οι κορυφαίες μεταφράσεις του "accent" σε Ελληνικά. Δείγμα μεταφρασμένης πρότασης: In a dictation, she always tells me where to put the accents. ↔ Είναι ...

  5. accent. η προφορά, ο τόνος της φωνής, ο τρόπος με τον οποίο μιλάει κάποιος και ο οποίος είναι χαρακτηριστικός μιας περιοχής ↪ She speaks English with an American accent. Μιλάει Αγγλικά με αμερικανική προφορά.

  6. The meaning of ACCENT is an effort in speech to stress one syllable over adjacent syllables; also : the stress thus given a syllable. How to use accent in a sentence.

  7. Definition of accent noun in Oxford Advanced Learner's Dictionary. Meaning, pronunciation, picture, example sentences, grammar, usage notes, synonyms and more.

  1. Γίνεται επίσης αναζήτηση για