Αποτελέσματα Αναζήτησης
Αγγλικά. Ελληνικά. affiliation n. (act of joining: a group) ένταξη ουσ θηλ. (επίσημο) προσχώρηση ουσ θηλ. Since your affiliation, you've broken virtually every one of our rules. Από την ένταξή σου έχει παραβεί σχεδόν όλους τους κανόνες μας.
Βρείτε όλες τις μεταφράσεις του affiliation στο Ελληνικά όπως προσχώρηση, σύνδεση, προσεταιρίζομαι και πολλές άλλες.
Πολλές ενδεικτικές μεταφρασμένες προτάσεις που περιέχουν «affiliation» – Ελληνο-Αγγλικό λεξικό και μηχανή αναζήτησης για ελληνικές μεταφράσεις.
Μεταφράσεις του "affiliation" στο δωρεάν λεξικό Αγγλικά - Ελληνικά: σχέση, συνεργασία, συνεταιρισμός. Ελέγξτε πολλές ακόμη μεταφράσεις και παραδείγματα.
Many translated example sentences containing "affiliation" – Greek-English dictionary and search engine for Greek translations.
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά. Ελληνικά. affiliate with [sth] vi + prep. (associate yourself with [sth]) σχετίζομαι με κτ, συνδέομαι με κτ ρ αμ + πρόθ. (επαγγελματικά θέματα) συνεργάζομαι με κτ ρ αμ + πρόθ. The lawyer wanted to affiliate ...
Αγγλικά. Ελληνικά. affiliated adj. (associated) θυγατρικός επίθ. The firm is an affiliated company of Disney. affiliated with [sth/sb] adj + prep. (associated with) που συνδέεται με κπ/κτ, που σχετίζεται με κπ/κτ περίφρ.