Αποτελέσματα Αναζήτησης
aghast adj (horrified, shocked) έντρομος επίθ : Aghast onlookers could do nothing to help the people in the burning car. Οι έντρομοι περαστικοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να βοηθήσουν τους ανθρώπους μέσα στο φλεγόμενο αμάξι. .
AGHAST definition: 1. suddenly filled with strong feelings of shock and worry: 2. suddenly filled with strong…. Learn more.
Στο Αγγλικά - Ελληνικά λεξικό Glosbe "aghast" μεταφράζεται σε: εμβρόντητος, άναυδος, ενεός. Παραδείγματα προτάσεων
Μετάφραση του όρου 'aghast' στο δωρεάν ελληνικό λεξικό και πολλές ακόμα ελληνικές μεταφράσεις.
The meaning of AGHAST is struck with terror, amazement, or horror : shocked and upset. How to use aghast in a sentence. Did you know?
Definition of aghast adjective in Oxford Advanced Learner's Dictionary. Meaning, pronunciation, picture, example sentences, grammar, usage notes, synonyms and more.
AGHAST meaning: 1. suddenly filled with strong feelings of shock and worry: 2. suddenly filled with strong…. Learn more.