Αποτελέσματα Αναζήτησης
Dearly beloved, we are gathered here today not to mourn a death, but to celebrate a life! dearly beloved adj. (person: loved) πολυαγαπημένος επίθ. I am writing to let you know of the death of my dearly beloved wife. Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε ...
Βρείτε όλες τις μεταφράσεις του beloved στο Ελληνικά όπως αγαπημένος και πολλές άλλες.
BELOVED definition: 1. loved very much: 2. someone that you love and who you have a romantic relationship with: 3…. Learn more.
Πώς είναι το "beloved" στο Ελληνικά; Ελέγξτε τις μεταφράσεις του "beloved" στο λεξικό Αγγλικά - Ελληνικά Glosbe: αγαπημένος, αγαπητός, αδελφικός.
Beloved is a 1987 novel by American novelist Toni Morrison. Set in the period after the American Civil War, the novel tells the story of a dysfunctional family of formerly enslaved people whose Cincinnati home is haunted by a malevolent spirit.
Beloved: Directed by Jonathan Demme. With Yada Beener, Emil Pinnock, Calen Johnson, Oprah Winfrey. A slave is visited by the spirit of a mysterious young woman.
Πολλές ενδεικτικές μεταφρασμένες προτάσεις που περιέχουν «beloved» – Ελληνο-Αγγλικό λεξικό και μηχανή αναζήτησης για ελληνικές μεταφράσεις.