Αποτελέσματα Αναζήτησης
conform - WordReference English-Greek Dictionary. Κύριες μεταφράσεις: Αγγλικά: Ελληνικά: conform⇒ vi (be like others) (μεταφορικά: κπ/κτ) ακολουθώ ρ μ: ενσωματώνομαι, ταιριάζω ρ αμ (σε κπ/κτ)προσαρμόζομαι ρ αμ (σύμφωνα με κτ) ...
CONFORMED definition: 1. past simple and past participle of conform 2. to behave according to the usual standards of…. Learn more.
Πώς είναι το "conform" στο Ελληνικά; Ελέγξτε τις μεταφράσεις του "conform" στο λεξικό Αγγλικά - Ελληνικά Glosbe: προσαρμόζω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι. Παραδείγματα προτάσεων: A prosecutor must conform his case to the demands of the legal system. ↔ Ο ...
Πολλές ενδεικτικές μεταφρασμένες προτάσεις που περιέχουν «conformed» – Ελληνο-Αγγλικό λεξικό και μηχανή αναζήτησης για ελληνικές μεταφράσεις.
Conformed means to act or be in accordance with a set of standards, expectations, or specifications. It can also mean to be similar in form or pattern, or to comply with the practices of an established church.
Conformed is the past tense of conform, which means to behave according to the usual standards of a group or society, or to obey a law or rule. Learn how to use conform and its related words and phrases with Cambridge Dictionary.
20 Δεκ 1999 · Many translated example sentences containing "conformed" – Greek-English dictionary and search engine for Greek translations.