Αποτελέσματα Αναζήτησης
Συνώνυμα: ban, bar, omit, prohibit, disallow, περισσότερα…. Συμφράσεις: exclude [friends, under 18s, women, children], excluded her from the [conversation, plans, group], was excluded from the [conversation], περισσότερα…. Δεν βρέθηκαν συζητήσεις για τον όρο "exclude ...
Many translated example sentences containing "excluded" – Greek-English dictionary and search engine for Greek translations.
English Greek Παραδείγματα του "exclude" στο Ελληνικά. Οι προτάσεις αυτές προέρχονται από εξωτερικές πηγές και μπορεί να είναι λανθασμένες. Η bab.la δεν φέρει καμία ευθύνη για το περιεχόμενό τους. If you ...
Check 'excluded' translations into Greek. Look through examples of excluded translation in sentences, listen to pronunciation and learn grammar.
Learn the meaning of excluded, the past tense and participle of exclude, and how to use it in sentences. Exclude means to prevent someone or something from entering a place or taking part in an activity.
Αν σας ενδιαφέρει το θέμα, εμπλουτίστε το Βικιλεξικό με σχετικά λήμματα (δημιουργήστε νέα λήμματα) ή διορθώστε υπάρχοντα λήμματα ή συμπληρώστε παραθέματα. Δείτε εδώ για πληροφορίες και ...
Learn the meaning of exclude as a verb in English, with synonyms, antonyms, and usage examples. Find out how to use exclude in different contexts, such as business, computing, and grammar.