Αποτελέσματα Αναζήτησης
incendiary n (arsonist) εμπρηστής, εμπρήστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ : They caught the incendiary who started that wildfire. incendiary n (device, substance) εμπρηστικός μηχανισμός επίθ + ουσ αρσ : Behind the bush, the detective found an incendiary that had failed to ignite. incendiary n ...
INCENDIARY definition: 1. designed to cause fires: 2. likely to cause violence or strong feelings of anger: 3. designed…. Learn more.
Many translated example sentences containing "incendiary" – Greek-English dictionary and search engine for Greek translations.
incendiary. εμπρηστικός (που αποσκοπεί στο να προκαλέσει πυρκαγιά) εμπρηστικός (που αποσκοπεί στο προκαλέσει αναταραχή, εξέγερση) συναισθηματικά φορτισμένος ≈ συνώνυμα: inflammatory
Μεταφράσεις του "incendiary" στο δωρεάν λεξικό Αγγλικά - Ελληνικά : εμπρηστικός, εμπρηστής, αγκιτάτορας. Ελέγξτε πολλές ακόμη μεταφράσεις και παραδείγματα.
The meaning of INCENDIARY is igniting combustible materials spontaneously. How to use incendiary in a sentence.
INCENDIARY meaning: 1. designed to cause fires: 2. likely to cause violence or strong feelings of anger: 3. designed…. Learn more.