Αποτελέσματα Αναζήτησης
on board adv. (onto or into: transport) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) -. Once everyone has climbed on board, the bus will close its doors. Όταν επιβιβαστούν όλοι, θα κλείσουν οι πόρτες του λεωφορείου. on board prep. (on or in: transport) σε πρόθ.
Βρείτε όλες τις μεταφράσεις του on board στο Ελληνικά όπως επάνω, επάνω, ελεύθερο επί του πλοίου και πολλές άλλες.
ON BOARD definition: 1. on a boat, train, or aircraft: 2. as part of a group or team, especially for a special purpose…. Learn more.
Μεταφράσεις του "on board" στο δωρεάν λεξικό Αγγλικά - Ελληνικά: εν πλω, ενσωματωμένος, εποχούμενος, επάνω. Ελέγξτε πολλές ακόμη μεταφράσεις και παραδείγματα.
on board. επιβιβασμένος, έχοντας επιβιβαστεί; εργαζόμενος κάπου; σύμφωνος, της ίδιας άποψης-γνώμης-ομάδας κτλ.
Many translated example sentences containing "on board" – Greek-English dictionary and search engine for Greek translations.
Translation for 'on board' in the free English-Greek dictionary and many other Greek translations.