Yahoo Αναζήτηση Διαδυκτίου

Αποτελέσματα Αναζήτησης

  1. Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά. Ελληνικά. tidy adj. (place, things: well-ordered) συγυρισμένος, τακτοποιημένος, συμμαζεμένος μτχ πρκ. τακτικός επίθ. After spending the whole day doing housework, Mark looked around the tidy house with a feeling of satisfaction.

  2. Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Ιανουαρίου 2024, στις 07:41. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 4.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι.

  3. characterized by or indicating neatness and order. 2. informal. considerable. a tidy sum of money. 3. See bang tidy. verb Word forms: -dies, -dying, -died. 4. (when intr, usually foll by up) to put (things) in order; neaten.

  4. Παίξτε τώρα. Ας μείνουμε σε επαφή! Κλίση του ρήματος «to tidy» - αγγλικά ρήματα και οι κλίσεις τους σε όλους τους χρόνους από το εργαλείο Ρήματα της bab.la.

  5. Tidies is a misspelling of tidy, which means orderly, clean, or adequate. Learn the correct spelling, pronunciation, and examples of tidy as an adjective, verb, and noun.

  6. Learn the meaning, pronunciation, synonyms, and usage of the word "tidy" in English. Find out how to say "tidy" in different contexts, such as adjective, verb, or noun, and see examples and forum discussions.

  7. The original meaning was ‘timely, opportune’; it later had various senses expressing approval, usually of a person, including ‘attractive’, ‘healthy’, and ‘skilful’; the sense ‘orderly, neat’ dates from the early 18th century.

  1. Γίνεται επίσης αναζήτηση για