Αποτελέσματα Αναζήτησης
uncertain adj. (person: doubtful, not sure) (άτομο: με αμφιβολίες) αβέβαιος επίθ. He seemed uncertain whether to stay or go. Ήταν αβέβαιος για το αν θα έμενε ή θα έφευγε. uncertain adj. (situation: not assured) (κατάσταση: όχι ασφαλής) αβέβαιος ...
Uncertain means not knowing or not sure about something, or not fixed or certain. Learn how to use this adjective in different contexts and see examples from the Cambridge English Corpus.
Μεταφράσεις του "uncertain" στο δωρεάν λεξικό Αγγλικά - Ελληνικά : αβέβαιος, άδηλος, άστατος. Ελέγξτε πολλές ακόμη μεταφράσεις και παραδείγματα.
Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Απριλίου 2017, στις 21:18. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 4.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι.
Learn the meaning, synonyms, examples, and history of the adjective uncertain, which means not known beyond doubt, not constant, or not reliable. Find out how to use uncertain in a sentence and see related words and phrases.
Learn the meaning of uncertain as an adjective, and see how to use it in sentences. Find out the synonyms, antonyms, and related words for uncertain in different contexts.
Uncertain means not sure or not able to decide about something, or not known or not completely certain. Learn how to use this adjective with sentences and translations in different languages.