Yahoo Αναζήτηση Διαδυκτίου

Αποτελέσματα Αναζήτησης

  1. el.wiktionary.org › wiki › %E1%BC%84%CE%BA%CF%89%CE%BDἄκων - Βικιλεξικό

    το ἄκων κλίνεται όπως οι μετοχές με την κλητική ενικού του αρσενικού όπως η ονομαστική. Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'ἄκων' όπως « λύων » - Παράρτημα ...

  2. άκων [ εμφάνιση ] Κατηγορίες: Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'τρέχων' (νέα ελληνικά) Μετοχές που κλίνονται όπως το 'απάδων' (νέα ελληνικά) Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά ...

  3. 1 εγγραφή. εκών -ούσα -όν [ekón] Ε12α : (λόγ.) που πράττει ή παθαίνει κτ. με τη θέλησή του, οικειοθελώς, εκούσια· συνήθ. με επιρρηματική σημασία, στην απαρχαιωμένη ΦΡ ~ άκων, θέλοντας και μη ...

  4. εκών άκων, θηλυκό εκούσα άκουσα, ουδέτερο εκόν άκον. (απαρχαιωμένο) εκείνος που δρα εκούσια ή ακούσια, με το ζόρι, θέλoντας και μη, είτε με τη θέλησή του είτε χωρίς αυτήν.

  5. French (Bailly abrégé) 1 οντος (ὁ) : javelot. Étymologie: R. Ἀκ, être aigu ; cf. ἀκωκή. 2 ουσα, ον ; gén. οντος, ούσης, οντος; contr. p. ἀέκων; I. en parl. de pers. 1 qui refuse, qui ne consent pas : ἄκοντος Διός ESCHL malgré Zeus; 2 que l'on contraint ; qui agit malgré soi ...

  6. Λεξικά εγκεκριμένα από το υπουργείο Παιδείας της Αρχαίας Ελληνικής, της Νέας και της Λόγιας (καθαρεύουσας) με ερμηνεία, ορθογραφία, πλήρη κλίση, ετυμολογία, ομόρριζα-παράγωγα, αυτόματη ...

  7. 3 Ιαν 2024 · For the adjective, ἀ- (a-) +‎ ἑκών (hekṓn). For the noun, probably cognate with ἄκρος (ákros) et al. (and with edge, acme, acropolis), but Beekes considers this uncertain.

  1. Αναζητήσεις που σχετίζονται με ακον

    έκον άκον