Yahoo Αναζήτηση Διαδυκτίου

Αποτελέσματα Αναζήτησης

  1. Αγγλικά. Ελληνικά. affiliation n. (act of joining: a group) ένταξη ουσ θηλ. (επίσημο) προσχώρηση ουσ θηλ. Since your affiliation, you've broken virtually every one of our rules. Από την ένταξή σου έχει παραβεί σχεδόν όλους τους κανόνες μας.

  2. Βρείτε όλες τις μεταφράσεις του affiliation στο Ελληνικά όπως προσχώρηση, σύνδεση, προσεταιρίζομαι και πολλές άλλες.

  3. Πολλές ενδεικτικές μεταφρασμένες προτάσεις που περιέχουν «affiliations» – Ελληνο-Αγγλικό λεξικό και μηχανή αναζήτησης για ελληνικές μεταφράσεις.

  4. Αγγλικά. Ελληνικά. affiliate with [sth] vi + prep. (associate yourself with [sth]) σχετίζομαι με κτ, συνδέομαι με κτ ρ αμ + πρόθ. (επαγγελματικά θέματα) συνεργάζομαι με κτ ρ αμ + πρόθ. The lawyer wanted to affiliate with a foreign firm. affiliate n.

  5. AFFILIATION definition: 1. a connection with a political party or religion, or with a larger organization: 2. a connection…. Learn more.

  6. affiliation (fr) θηλυκό. το να γίνεται κάποιος μέλος. Κατηγορίες: Αγγλική γλώσσα. Ουσιαστικά (αγγλικά) Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά) Επίσημοι όροι (αγγλικά) Γαλλική γλώσσα. Ουσιαστικά (γαλλικά)

  7. Google Translate. Φράσεις παρόμοιες με "affiliation" με μεταφράσεις σε Ελληνικά. affiliate marketing. κοινοπρακτικό μάρκετινγκ · συνεργατικό μάρκετινγκ. affiliated company. συνδεδεμένη εταιρεία. political affiliation. πολιτικά ...

  1. Γίνεται επίσης αναζήτηση για