Αποτελέσματα Αναζήτησης
reasonable adj (satisfactory, fair) (συνήθως ποιότητα) ικανοποιητικός, καλός επίθ (συνήθως ποσότητα) λογικός, εύλογος επίθ : Tim hands in reasonable work, but he could do better. A hundred pounds seems a reasonable amount to pay for the work Polly has done.
Μεταφράσεις του "reasonable" στο δωρεάν λεξικό Αγγλικά - Ελληνικά: λογικός, τίμιος, εύλογος. Ελέγξτε πολλές ακόμη μεταφράσεις και παραδείγματα.
Βρείτε όλες τις μεταφράσεις του reasonable στο Ελληνικά όπως αιτιολογημένος, δίκαιος, δικαιολογημένος και πολλές άλλες.
Πολλές ενδεικτικές μεταφρασμένες προτάσεις που περιέχουν «reasonable» – Ελληνο-Αγγλικό λεξικό και μηχανή αναζήτησης για ελληνικές μεταφράσεις.
Πώς είναι το "Reasonable" στο Αγγλικά; Ελέγξτε τις μεταφράσεις του "Reasonable" στο λεξικό Ελληνικά - Αγγλικά Glosbe. Παραδείγματα προτάσεων
Η υπηρεσία της Google, που προσφέρεται χωρίς χρέωση, μεταφράζει άμεσα λέξεις, φράσεις και ιστοσελίδες μεταξύ Ελληνικών και περισσότερων από 100 άλλων γλωσσών.
Many translated example sentences containing "reasonable" – Greek-English dictionary and search engine for Greek translations.