Αποτελέσματα Αναζήτησης
Αγγλικά. Ελληνικά. affiliation n. (act of joining: a group) ένταξη ουσ θηλ. (επίσημο) προσχώρηση ουσ θηλ. Since your affiliation, you've broken virtually every one of our rules. Από την ένταξή σου έχει παραβεί σχεδόν όλους τους κανόνες μας.
- affiliate
Αγγλικά. Ελληνικά. affiliate with [sth] vi + prep....
- affiliate
Μεταφράσεις του "affiliation" στο δωρεάν λεξικό Αγγλικά - Ελληνικά: σχέση, συνεργασία, συνεταιρισμός. Ελέγξτε πολλές ακόμη μεταφράσεις και παραδείγματα.
Αγγλικά. Ελληνικά. affiliate with [sth] vi + prep. (associate yourself with [sth]) σχετίζομαι με κτ, συνδέομαι με κτ ρ αμ + πρόθ. (επαγγελματικά θέματα) συνεργάζομαι με κτ ρ αμ + πρόθ. The lawyer wanted to affiliate with a foreign firm. affiliate n.
Βρείτε όλες τις μεταφράσεις του affiliation στο Ελληνικά όπως προσχώρηση, σύνδεση, προσεταιρίζομαι και πολλές άλλες.
Many translated example sentences containing "affiliation" – Greek-English dictionary and search engine for Greek translations.
Πολλές ενδεικτικές μεταφρασμένες προτάσεις που περιέχουν «affiliation» – Ελληνο-Αγγλικό λεξικό και μηχανή αναζήτησης για ελληνικές μεταφράσεις.
το να γίνεται κάποιος μέλος. Κατηγορίες: Αγγλική γλώσσα. Ουσιαστικά (αγγλικά) Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά) Επίσημοι όροι (αγγλικά) Γαλλική γλώσσα.