Αποτελέσματα Αναζήτησης
Αυτή είναι η καλύτερη (or: πιο καλή) ταινία που έχω δει. best adj. (most suitable) (πιο κατάλληλος) καλύτερος επίθ. πιο καλός περίφρ. He is the best candidate for the job. Είναι ο καλύτερος (or: πιο καλός) υποψήφιος για τη ...
BESTED definition: 1. past simple and past participle of best 2. to defeat someone in a fight or competition: . Learn more.
Πολλές ενδεικτικές μεταφρασμένες προτάσεις που περιέχουν «bested» – Ελληνο-Αγγλικό λεξικό και μηχανή αναζήτησης για ελληνικές μεταφράσεις.
bested αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του best
Πώς είναι το "bested" στο Ελληνικά; Ελέγξτε τις μεταφράσεις του "bested" στο λεξικό Αγγλικά - Ελληνικά Glosbe. Παραδείγματα προτάσεων
Bested is the past tense and past participle of best, which means to defeat someone in a fight or competition. Learn more about the word, its usage and related expressions in the Cambridge Dictionary.
One that surpasses all others. 2. The best part, moment, or value: The best is still to come. Let's get the best out of life. 3. The optimum condition or quality: look your best. She was at her best in the freestyle competition. 4. One's nicest or most formal clothing.