Yahoo Αναζήτηση Διαδυκτίου

Αποτελέσματα Αναζήτησης

  1. caress [sb], caress [sth] ⇒ vtr (touch affectionately) χαϊδεύω ρ μ (επίσημο, παλαιό) θωπεύω ρ μ : Danielle caressed the child's cheek. caress n (affectionate touch) χάδι ουσ ουδ (επίσημο, παλαιό) θωπεία ουσ θηλ : A gentle touch or caress can be reassuring.

  2. Βρείτε όλες τις μεταφράσεις του caress στο Ελληνικά όπως χαϊδεύω και πολλές άλλες.

  3. caress (μεταβατικό) χαϊδεύω, αγγίζω κάποιον ή κάτι μαλακά, ειδικά με σεξουαλικό τρόπο ή με τρόπο που δείχνει αγάπη ↪ He caressed his wife lovingly. Χάιδεψε μ' αγάπη τη γυναίκα του. ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fondle

  4. Πολλές ενδεικτικές μεταφρασμένες προτάσεις που περιέχουν «caress» – Ελληνο-Αγγλικό λεξικό και μηχανή αναζήτησης για ελληνικές μεταφράσεις.

  5. Πώς είναι το "caress" στο Ελληνικά; Ελέγξτε τις μεταφράσεις του "caress" στο λεξικό Αγγλικά - Ελληνικά Glosbe : χαϊδεύω, θωπεύω, χάδι. Παραδείγματα προτάσεων.

  6. CARESS definition: 1. to touch or kiss someone in a gentle and loving way: 2. a gentle and loving touch or kiss: 3…. Learn more.

  7. Translation for 'caress' in the free English-Greek dictionary and many other Greek translations.

  1. Γίνεται επίσης αναζήτηση για