Yahoo Αναζήτηση Διαδυκτίου

Αποτελέσματα Αναζήτησης

  1. WordReference English-Greek Dictionary © 2024: Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά. Ελληνικά. frown ⇒ vi. (crease brow: disapproval, concentration) συνοφρυώνομαι ρ αμ. (συνήθως μόνο για συγκέντρωση) σμίγω τα φρύδια μου περίφρ.

  2. FROWNING definition: 1. present participle of frown 2. to bring your eyebrows together so that there are lines on your…. Learn more.

  3. frowning (en) συνοφρυωμένος. Κατηγορίες: Αγγλική γλώσσα. Επίθετα (αγγλικά) Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)

  4. Το συνοφρυωμένος είναι η μετάφραση του "frowning" σε Ελληνικά. Δείγμα μεταφρασμένης πρότασης: I want to know if you're smiling or frowning. Θέλω να δω αν χαμογελάς ή είσαι συνοφρυωμένος.

  5. Οι συνοφρύωση, συνοφρυώνομαι, κατσουφιάζω είναι οι κορυφαίες μεταφράσεις του "frown" σε Ελληνικά. Δείγμα μεταφρασμένης πρότασης: You know, I usually frown upon walk-ins, but how can I help you? ↔ Ξέρετε, συνήθως ...

  6. noun [ C ] uk / fraʊn / us / fraʊn /. an expression in which you bring your eyebrows together so that there are lines on your face above your eyes, often while turning the corners of your mouth downwards, showing that you are annoyed, worried, sad, or thinking hard: "Leave me alone!" she said with a frown.

  7. frown verb noun grammar. A facial expression in which the eyebrows are brought together, and the forehead is wrinkled, usually indicating displeasure, sadness or worry, or less often confusion or concentration. [..] + Add translation.

  1. Γίνεται επίσης αναζήτηση για