Αποτελέσματα Αναζήτησης
gauge, gage n (measuring instrument) μετρητής ουσ αρσ : Ryan used the gauge to determine the thickness of the wire. Ο Ράιαν χρησιμοποίησε τον μετρητή για να προσδιορίσει το πάχος του καλωδίου. gauge, gage n (gun barrel: diameter) διαμέτρημα ουσ ουδ
Learn the meaning of gauge as a verb, noun and suffix in English, with examples of different contexts and domains. Find out how to measure, judge, pierce or compare things with gauge.
Βρείτε όλες τις μεταφράσεις του gauge στο Ελληνικά όπως εκτιμώ, υπολογίζω, διαμέτρημα και πολλές άλλες.
Μεταφράσεις του "gauge" στο δωρεάν λεξικό Αγγλικά - Ελληνικά: αγαπώ, μετρώ, μετρητής. Ελέγξτε πολλές ακόμη μεταφράσεις και παραδείγματα.
Learn the meaning, synonyms, and usage of the word gauge as a noun and a verb. Find out the difference between gauge and gage, and see examples of gauge in sentences.
Learn the meaning and usage of the word gauge as a verb, noun, and adjective. Find out the different types and measures of gauge in various fields, such as engineering, nautical, and fashion.
Translation for 'gauge' in the free English-Greek dictionary and many other Greek translations. bab.la - Online dictionaries, vocabulary, conjugation, grammar share