Yahoo Αναζήτηση Διαδυκτίου

Αποτελέσματα Αναζήτησης

  1. Kate took Peter's silence as implied agreement. Η Κέιτ θεώρησε ότι η σύμφωνη γνώμη του Πίτερ εννοείται ( or: υπονοείται) από τη σιωπή του.

  2. Implied means understood to be true or to exist, although it is not stated directly or in a legal agreement. Learn more about the meaning, usage and examples of implied in English and law.

  3. implied adjective verb γραμματική Suggested without being stated directly. Αυτόματες μεταφράσεις του " Implied " σε Ελληνικά

  4. Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Ιανουαρίου 2024, στις 20:56. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 4.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι.

  5. Many translated example sentences containing "implied" – Greek-English dictionary and search engine for Greek translations.

  6. Συμφράσεις: [he, the article, the author] implied that, [intended, meant, seemed, trying] to imply that, what are you implying?, περισσότερα…

  7. Define implied. implied synonyms, implied pronunciation, implied translation, English dictionary definition of implied. tr.v. im·plied , im·ply·ing , im·plies 1. a. To express or state indirectly: She implied that she was in a hurry.

  1. Γίνεται επίσης αναζήτηση για