Αποτελέσματα Αναζήτησης
mistaken adj (person: incorrect) που έχει κάνει λάθος, που έχει σφάλει περίφρ : Richard was mistaken when he thought he would win the lottery. mistaken adj (idea: incorrect) λανθασμένος, εσφαλμένος μτχ πρκ (καθομιλουμένη) λάθος ουσ ως επίθ
mistake [sb] for [sb] else ⇒ vtr. (identify wrongly) (καθομιλουμένη) μπερδεύω κάποιον με κάποιον άλλο, περνάω κάποιον για κάποιον άλλο περίφρ. I didn't recognize her voice and mistook her for Jenny. Δεν αναγνώρισα τη φωνή της και την ...
mistaken (en) γελασμένος, γελιέμαι, κάνω λάθος για τη γνώμη ή την κρίση μου. ↪ You are mistaken if you think you can laugh at me. Είσαι γελασμένος αν νομίζεις ότι μπορείς να γελάσεις μαζί μου. ↪ You are Paul’s brother, if I’m not ...
Learn the definition of mistaken as an adjective meaning wrong in what you believe, or based on a belief that is wrong. Find synonyms, antonyms, examples, and translations of mistaken in different languages.
Μετάφραση του όρου 'mistaken' στο δωρεάν ελληνικό λεξικό και πολλές ακόμα ελληνικές μεταφράσεις.
Μεταφράσεις του "mistaken" στο δωρεάν λεξικό Αγγλικά - Ελληνικά : εσφαλμένος, απατώμαι, λανθασμένος. Ελέγξτε πολλές ακόμη μεταφράσεις και παραδείγματα.
Learn the meaning of mistaken, an adjective that describes being wrong about something. Find out how to say mistaken in different languages, such as Chinese, Spanish, Portuguese and more.