Yahoo Αναζήτηση Διαδυκτίου

Αποτελέσματα Αναζήτησης

  1. teach [sb] a lesson v expr. figurative (punish and deter [sb]) (μεταφορικά) δίνω ένα μάθημα έκφρ. The witch taught the prince a lesson by turning him into a frog. teach [sb] the basics of English v expr. (give [sb] elementary English lessons) κάνω μαθήματα αγγλικών σε βασικό επίπεδο ...

  2. Βρείτε όλες τις μεταφράσεις του teach στο Ελληνικά όπως διδάσκω, διδακτικό υλικό, διδασκαλία ξένων γλωσσών και πολλές άλλες.

  3. Learn the meaning of teach as a verb and a noun, with synonyms, idioms, and usage examples. Find out how to pronounce teach and translate it into different languages.

  4. teach (μεταβατικό και αμετάβατο) διδάσκω, κάνω μαθήματα σε μαθητές σε σχολείο, κολέγιο, πανεπιστήμιο κτλ.· βοηθώ κάποιον να μάθει κάτι δίνοντας πληροφορίες για αυτό ↪ I teach chemistry/history.

  5. Learn the meaning, pronunciation and grammar of the verb teach, with pictures and example sentences. Find out how to use teach with different objects, idioms and collocations.

  6. Learn the meaning, usage, and origin of the verb teach, which means to cause to know something or to instruct. Find synonyms, antonyms, related phrases, and example sentences from various sources.

  7. Learn the meaning of teach as a verb and a noun, with synonyms, idioms, and usage examples. Find out how to pronounce teach and translate it into different languages.

  1. Γίνεται επίσης αναζήτηση για