Yahoo Αναζήτηση Διαδυκτίου

Αποτελέσματα Αναζήτησης

  1. witness n. (person giving evidence) μάρτυρας ουσ αρσ/θηλ. The witness testified in court that he saw the crime. witness [sth] vtr. (formally observe) παρίσταμαι ως μάρτυρας σε κτ έκφρ. The contract signing was witnessed by his friend. witness [sth] vtr.

  2. Βρείτε όλες τις μεταφράσεις του witness στο Ελληνικά όπως μάρτυρας, πνεύμα, Μάρτυρας του Ιεχωβά και πολλές άλλες.

  3. WITNESS definition: 1. a person who sees an event happening, especially a crime or an accident: 2. to see something…. Learn more.

  4. Μεταφράσεις του "witness" στο δωρεάν λεξικό Αγγλικά - Ελληνικά: μάρτυρας, βλέπω, μαρτυρία. Ελέγξτε πολλές ακόμη μεταφράσεις και παραδείγματα.

  5. www.imdb.com › title › tt0090329Witness (1985) - IMDb

    Witness: Directed by Peter Weir. With Harrison Ford, Kelly McGillis, Josef Sommer, Lukas Haas. While protecting an Amish boy - who is the sole witness to a brutal murder - and his mother, a detective is forced to seek refuge within their community when his own life is threatened.

  6. witness (νομικός όρος) ο/η μάρτυρας ↪ defense witnesses - μάρτυρες υπερασπίσεως

  7. The meaning of WITNESS is attestation of a fact or event : testimony. How to use witness in a sentence. Synonym Discussion of Witness.

  1. Γίνεται επίσης αναζήτηση για