Yahoo Αναζήτηση Διαδυκτίου

Αποτελέσματα Αναζήτησης

  1. concentration n (mental focus) συγκέντρωση ουσ θηλ : My powers of concentration aren't what they used to be. Η ικανότητα συγκέντρωσής μου δεν είναι όπως ήταν κάποτε. concentration n (density) πυκνότητα ουσ θηλ : The concentration of trees increases with rainfall ...

  2. Βρείτε όλες τις μεταφράσεις του concentration στο Ελληνικά όπως συγκέντρωση, ομόκεντρος, συγκεντρωμένος και πολλές άλλες.

  3. concentration (μη μετρήσιμο) η συγκέντρωση, η ικανότητα να βάζω όλη μου την προσπάθεια και την προσοχή σε κάτι, χωρίς να σκέφτομαι άλλα πράγματα ↪ This task requires great concentration.

  4. In chemistry, concentration is the abundance of a constituent divided by the total volume of a mixture. Several types of mathematical description can be distinguished: mass fraction, mass concentration, molar concentration, number concentration, and volume concentration. [1]

  5. CONCENTRATION definition: 1. the ability to think carefully about something you are doing and nothing else: 2. a large…. Learn more.

  6. 1 Σεπ 2024 · In chemistry, concentration refers to the amount of a substance in a defined space. Another definition is that concentration is the ratio of solute in a solution to either solvent or total solution. Concentration is usually expressed in terms of mass per unit volume. However, the solute concentration may also be expressed in moles or units of ...

  7. The meaning of CONCENTRATION is the act or process of concentrating : the state of being concentrated; especially : direction of attention to a single object. How to use concentration in a sentence.

  1. Γίνεται επίσης αναζήτηση για